λεξικογραφία

λεξικογραφία
η
1. η σύνταξη λεξικού
2. η επιστήμη που ασχολείται με τη σύνταξη λεξικών και καθιερώνει τους κανόνες της
3. η εργασία τού λεξικογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Κων. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεξικογραφία — η 1. η σύνταξη λεξικού. 2. η επιστήμη που ασχολείται με τη σύνταξη λεξικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία …   Dictionary of Greek

  • λεξικογράφηση — η [λεξικογραφώ] η λεξικογραφία …   Dictionary of Greek

  • λεξικογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικογραφία. επίρρ... λεξικογραφικώς και ά από λεξικογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • λεξικογραφώ — [λεξικογράφος] συντάσσω λεξικό, ασχολούμαι με τη λεξικογραφία …   Dictionary of Greek

  • υπόλημμα — ήμματος, το / ὑπόλημμα, ΝΑ [ὑπολαμβάνω] νεοελλ. (στη λεξικογραφία) δευτερεύον λήμμα, που υπάγεται στο κύριο λήμμα, στον κύριο τύπο μιας λέξης αρχ. αυτό που συλλαμβάνεται στην κοιλιά ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, κύημα …   Dictionary of Greek

  • Αλ Ασμάι — (AlAsmai, Μπάσρα 740 – 828 μ.Χ.). Άραβας φιλόλογος και γραμματικός. Είχε μαθητή του τον γιο του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ, τον περίφημο Αλ Μαμούν. Έγραψε πολλές μονογραφίες για την αραβική λεξικογραφία και υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθολόγους… …   Dictionary of Greek

  • Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”